φωτοφόρος — α, ο 1. αυτός που φέρνει φως, που φωτίζει, ο φωτεινός. 2. το αρσ. ως ουσ., φωτοφόρος το όργανο που φωσφορίζει, διάφορων ζωικών οργανισμών και ιδίως των ψαριών που ζουν σε μεγάλα βάθη. 3. το ουδ. ως ουσ., φωτοφόρο λαμπτήρας με ανακλαστήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
φωτοφορία — ἡ, Μ [φωτοφόρος] μεταφορά φωτός … Dictionary of Greek
φωτοφορώ — έω, Α [φωτοφόρος] ενέχω φως … Dictionary of Greek
ԼՈՒՍԱԲԵՐ — (ի, աց.) NBH 1 0896 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 14c ա. φωσφόρος, φωτοφόρος lucifer, ra; luminosus, sa. Որ ինչ բերէ յիւրմէ կամ յինքեալ զլոյս. առիթ լուսոյ. լուսածին. *Ձիթենի հոգեւոր մտաւոր. լուսաբեր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)